-
1 νυστάζω
νυστάζω, nicken; bes. im Schlafe, schlafen, Ar. Av. 638; ὥςπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι, Plat. Apol. 31 a; auch übertr., nicht Acht geben, schläfrig, nachlässig sein, μηδὲν δεῖσϑαι νυστάζοντος δικαστοῦ, Rep. III, 405 c; τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαϑῆ φύσει, Legg. V, 747 b; Sp., wie Plut., χρὴ πολυμαϑοῦς καὶ οὐ νυστάζοντος ἐν τοῖς Ἐλληνικοῖς πράγμασιν ἀνδρός, Conv. 5, 2.
См. также в других словарях:
νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… … Dictionary of Greek